- ἀποκεκρυμμένου
- скрытой
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἀποκεκρυμμένου — ἀποκρύπτω hide from perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)